Κυάθου

Κυάθου
Κύαθος
ladle
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυάθου — κύαθος ladle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • κυαθότης — κυαθότης, ητος, ἡ (Α) [κύαθος] (λέξη που επινοήθηκε από τον Πλάτωνα) η αφηρημένη φύση ή έννοια τού κυάθου …   Dictionary of Greek

  • κυαθώδης — κυαθώδης, ῶδες (Α) όμοιος με κύαθο, με σχήμα κυάθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”